10 Απριλίου 2011

Μικρό ποντιακό λεξικό

 Α 
  • αγούρ (αγόρι, αρσενικό παιδί)
  • αγροικώ (καταλαβαίνω)
  • αελάδ’ (μικρό θηλυκό μοσχάρι)
  • αερόπον (αεράκι)
  • αέτς (έτσι)
  • άλας/αλάτ (αλάτι)
  • άμον (όπως, σαν)
  • αναστορώ (θυμάμαι)
  • αντρίζω (παντρεύομαι –παίρνω άντρα)
  • αξινάρ (τσεκούρι, αξίνα)
  • αούτο (αυτό)
  • άσκεμος (άσχημος)
  • ασπαλίζω (κλειδώνω)

 Β 
  • βούδ’ (βόδι)

 Γ 
  • γαϊδίρ (γαϊδούρι)
  • γέρον (γέρος)
  • γιοκ (όχι)
  • γυναικίζω (παντρεύομαι –παίρνω γυναίκα)

 Δ 
  • δουλεία (δουλειά)
  • δουλόπον (μικροδουλειά)
  • δώρημαν (δώρο)
  • δωρόπον (δωράκι)

 Ε 
  • εν (είναι)
  • ενεγκάστα (κουράστηκα)

 Ζ 
  • ζελεύω (ζηλεύω)

 Η 
  • ήμαρτα (συγνώμη)

 Κ 
  • καλλίον (προτιμότερο)
  • κλαδόπον (κλαδάκι)
  • κοδέσποινα (νοικοκυρά)
  • κοσσάρα (κότα)
  • κτήνον (αγελάδα)
  • κύρης (πατέρας)

 Λ 
  • λελεύω σε (να σε χαρώ)

 Μ 
  • μαλλία (μαλλιά)
  • μηλέα (μηλιά)
  • μοναχέσα (μόνη)
  • μουσκάρ (μοσχάρι)

 Ν 
  • νουνίζω (σκέφτομαι)

 Ο 
  • ομμάτ (μάτι)
  • οψάρ (ψάρι)

 Π 
  • παιδάς (παιδί, νέος)
  • παλαλός (τρελός, ανόητος)
  • παπίν (πάπια)
  • παπόρ (βαπόρι)
  • πετεινολάλια (ξημερώματα)
  • πουλλόπον (πουλάκι)

 Σ 
  • σεβάσκουμαι (σέβομαι)
  • σκαμνίν (κάθισμα)

 Τ 
  • τουβάρ (τοίχος)
  • τρανή (μεγάλη)
  • τσιπ (πολύ)

 Φ 
  • φωλέα (φωλιά)

 Χ 
  • χαϊβάν (ζώο)
  • χαιρετία (χαιρετισμός)

ΠΗΓΗ: pontos.gr

1 σχόλιο:

Γράφουμε προσεκτικά και ελέγχουμε πριν τη δημοσίευση. Απαγορεύονται τα greeklish (τα σχόλια θα διαγράφονται) και τα ορθογραφικά τέρατα!

Διαβάστηκαν περισσότερο τον τελευταίο μήνα